λιβάνι

λιβάνι
Κομμεορρητίνη που βγαίνει με χάραξη του κορμού των δικοτυλήδονων φυτών του γένους Βοswellia, της οικογένειας των βουρσεριδών, της διαίρεσης των μαγνολιοφύτων. Τα κύρια είδη από τα οποία γίνεται η εξαγωγή του λ. είναι η Βοswellia carterii, που κατάγεται από την Ινδία, η Βοswellia papyrifera που κατάγεται από την Αιθιοπία, καθώς και άλλα συγγενή είδη. Το λ. είναι ημιδιαφανής, κιτρινόλευκη ουσία, με στυφή, πικρή γεύση και ευχάριστη οσμή. Αναδίδει έντονο άρωμα όταν καίγεται. Το λ. γνώρισε εφαρμογή αρχικά στις τελετουργίες των ειδωλολατρικών θρησκειών, ύστερα στην ιουδαϊκή θρησκεία και κατόπιν στη χριστιανική – από τον 4o αι. μ.Χ. στην Ανατολή και από τον 6o αι. μ.Χ. στη Δύση. Η συμβολική σημασία του λ. στον βωμό ή σε δοχεία ειδικά για τον σκοπό αυτό, τα οποία ονομάζονται θυμιατήρια, είναι η εκδήλωση τιμής και σεβασμού προς τη θεότητα. Την ίδια σημασία είχε και η προσφορά χρυσού, σμύρνας και λ. από τους Τρεις Μάγους στον Ιησού, στη Φάτνη της Βηθλεέμ. άγριο λ. Φυτό γνωστό με την επιστημονική ονομασία άζυγος. Ανήκει στην οικογένεια των χειλωτών. Είναι φυτό μεγάλης αντοχής και ευδοκιμεί παντού. Πολλαπλασιάζεται με παραφυάδες νωρίς την άνοιξη και με σπέρματα το φθινόπωρο. Καλλιεργείται ως ανθοκομικό φυτό. Ένα παρόμοιο φυτό, γνωστό επιστημονικά με την ονομασία κίρσιο η χαμαιπεύκη, ανήκει στην οικογένεια των συνθέτων. Έχει πυκνό χνουδωτό βλαστό, με γραμμοειδή και βελονοειδή πευκόμορφα φύλλα. Τα άνθη του είναι κόκκινα και φυτρώνει σε βραχώδεις τόπους, σχεδόν σε όλα τα μέρη της Ελλάδας. Σταγόνες λιβανιού· προέρχονται από χάραξη του φλοιού των ειδών Boswellia carterii και Boswellia papyrifera, που φύονται στην Αραβική χερσόνησο και στην ανατολική Αφρική.
* * *
το (Μ λιβάνι και λιβάνιν)
κομμεορητίνη η οποία παραλαμβάνεται με εντομή τού φλοιού διαφόρων ειδών τού γένους βοσβελία, το λιβανωτό, το θυμίαμα
νεοελλ.
φρ. α) «μυρίζει λιβάνι» — είναι ετοιμοθάνατος
β) «κερί και λιβάνι» — λέγεται ως απάντηση γεμάτη οργή σε εκείνους που επαναλαμβάνουν συχνά τις λέξεις και ή κύριε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιβάνιον, υποκορ. τού λίβανος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λιβάνι — το ιού, αρωματική ουσία που εξάγεται από το δέντρο λίβανος, το θυμίαμα: Ολόκληρη η εκκλησία μύριζε λιβάνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Λιβανίτιδος — Λιβανί̱τιδος , Λιβανῖτις fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιβανωτός — ο, και λιβανωτό, το (AM λιβανωτός, ὁ, Α και λιβανωτός, ἡ) η ρητινώδης αρωματική ουσία που εκκρίνεται από το δένδρο λίβανος, το λιβάνι («οὐδ ἂν θύσαιμ ...οὐδ ἐπιθείην λιβανωτόν», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «καὶω λιβανωτό σε κάποιον» κολακεύω κάποιον,… …   Dictionary of Greek

  • λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία …   Dictionary of Greek

  • άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… …   Dictionary of Greek

  • λιβανάς — ο (Α λιβανᾱς) [λιβάνι] αυτός που πουλά λιβάνι, λιβανοπώλης …   Dictionary of Greek

  • λιβανοφόρος — ο (Α λιβανοφόρος, ον) αυτός που παράγει λιβάνι («ἐν Ἀραβίᾳ τῇ λιβανοφόρῳ», Διοσκ.) αρχ. αυτός που καταβάλλει ως φόρο λιβάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίβανος + φόρος (< φέρω)] …   Dictionary of Greek

  • λιβανωτίζω — (Α) [λιβανωτός] 1. θυμιάζω με λιβάνι, λιβανίζω («σπένδοντες ἐν αὐτῷ καθ ἡμέραν καὶ λιβανωτίζοντες», Στράβ.) 2. μοιάζω με λιβάνι («ἐγκριτέον δὲ αὐτοῡ τὸ εὔχρουν, λιβανωτίζον τοῑς χόνδροις», Διοσκ.) …   Dictionary of Greek

  • λιβανωτικός — λιβανωτικός, ή, όν (Α) [λιβανωτός] 1. αυτός που αποτελείται από λιβάνι 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο λιβάνι ή χρησιμοποιείται για την κατεργασία τού λιβανιού …   Dictionary of Greek

  • Σομαλία — Κράτος της Ανατολικής Αφρικής η Σομαλία (Tζουμχουρίγιατ ας Σομαλίγια) βρέχεται στα Β από τον Kόλπο του Άντεν και στα Α από τον Iνδικό Ωκεανό. Συνορεύει στα ΒΔ με την Aιθιοπία και στα ΝΔ με την Kένια.H χώρα, που καταλαμβάνει το λεγόμενο «Kέρας της …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”